- αράσσω
- (AM ἀράσσω)ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιουμσν.- νεοελλ.1. προσορμίζομαι, αράζω2. προσορμίζωνεοελλ.1. επιδιώκω2. καταφεύγωαρχ.Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω2. συγκρούω, συντρίβω3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλωII. (-ομαι)1. (για πόρτα) ανοίγω με τριγμό2. ρίχνομαι κάτω, πέφτω3. (για πράγματα) κτυπώ το ένα με το άλλο4. φρ. α) «ἀράσσω στέρνα» — στηθοχτυπιέμαι, θρηνώβ) «ἀράσσω ὄψεις» — τυφλώνομαιγ) «ἀράσσω πέτροις» — λιθοβολώδ) «ἕλκος ἀραχθὲν ἐξ» — τραύμα που προξενήθηκε από.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. άραβος, άραδος). Η υπόθεση ότι το ρ. αράσσω είναι συγγενές με το ῥᾱττω / ῥήσσω «χτυπώ, κρούω» δεν φαίνεται ασφαλής. Από το ρ. αράσσω έχει προέλθει και το νεοελλ. αράζω (Ι)*].
Dictionary of Greek. 2013.